φθισικός

φθισικός
-ή, -ό / φθισικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φτισικός, -ή, -ό και τ. θηλ. φτισικιά Ν [φθίσις]
αυτός που πάσχει από φθίση, φυματικός
νεοελλ.
μτφ. (στην ποίηση) αυτός που μοιάζει να έχει φθίση («ο άρρωστος Φθινόπωρος, μ' όψη φθισική», Βιζυην.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φθισικός, -ή — και ιά, ό και φτισικός, ή και ιά, ό αυτός που πάσχει από φθίση (βλ. λ.), ο φυματικός, ο χτικιάρης, ο χτικιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθισικός — consumptive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικῶν — φθισικός consumptive fem gen pl φθισικός consumptive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικόν — φθισικός consumptive masc acc sg φθισικός consumptive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικοῖς — φθισικός consumptive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικοῖσι — φθισικός consumptive masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικοῖσιν — φθισικός consumptive masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικοί — φθισικός consumptive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικοῦ — φθισικός consumptive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισικούς — φθισικός consumptive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”